ἁλοσάνθινος

ἁλόσανθον

ἁλοσάχνη
ἁλόσ·ανθον, ου (τὸ) [ᾰλ] salpêtre (litt. fleur de sel) Gal. 13, 317 (ἅλς 2, ἄνθος).