ἁμαρτάνω

ἁμαρτάς

ἁμαρτῆ
ἁμαρτάς, άδος () [ᾰμ] faute, c. à d. :
1 erreur, méprise, Hdt. 1, 91 ; Hpc. 64, 51, etc. ; Str. 13, 1, 54 Kram. ||
2 faute, péché, Jos. A.J. 3, 9, 3 ; 18, 5, 2.
Étym. ἁμαρτάνω.