ἁμαρτάς

ἁμαρτῆ

ἁμάρτημα
ἁμ·αρτῆ ou ἁμ·αρτῇ, adv. ensemble, en même temps, Il. 5, 656 ; Od. 22, 81.
Étym. ἅμα, ἀραρίσκω, var. ὁμ-.