ἁμαρτίγαμος

ἁμαρτίνοος

ἁμάρτιον
ἁμαρτί·νοος, οος, οον [ᾰμῐ] à l’esprit égaré, Hés. Th. 511 ; Eschl. Suppl. 542.
Étym. ἁμαρτάνω, νόος.