ἁμαρτία

ἁμαρτίγαμος

ἁμαρτίνοος
ἁμαρτί·γαμος, ος, ον [ᾰμῐᾰ] sans noces, Nonn. D. 48, 94.
Étym. ἁμαρτάνω, γάμος.