ἁμάρτημα

ἁμαρτητικός

ἁμαρτητικῶς
ἁμαρτητικός, ή, όν [ᾰμ] sujet à faillir, Arstt. Nic. 2, 3, 7 ; Plut. M. 420d.
Étym. ἁμαρτάνω.