ἁμαξήλατος

ἁμαξήρης

ἁμαξιαῖος
ἁμαξ·ήρης, ης, ες [ᾰμ]
1 porté sur un char, Eschl. Ag. 1054 ||
2 fréquenté par les voitures, Eur. Or. 1251.
Étym. ἅμαξα, ἀραρίσκω.