ἁπαλοσύγκριτος

ἁπαλότης

ἁπαλοτρεφής
ἁπαλότης, ητος () [ᾰᾰ] mollesse, délicatesse, Hpc. 18, 33 ; Xén. Mem. 2, 1, 22 ; Plat. Conv. 195d ; Arstt. Pol. 7, 17, etc.
Étym. ἁπαλός.