ἁπαλότης

ἁπαλοτρεφής

ἁπαλόφρων
ἁπαλο·τρεφής, ής, ές [ᾰᾰ] délicatement nourri, Il. 21, 363 ; Anth. App. 50, 11.
Étym. ἁ. τρέφω.