ἁρματοποιΐα

ἁρματοποιός

ἁρματοτροφέω-ῶ
ἁρματο·ποιός, ός, όν [μᾰ] v. le préc. Jos. A.J. 6, 3, 5.
Étym. ἅρμα, ποιέω.