ἁρματοποιός

ἁρματοτροφέω-ῶ

ἁρματοτροφία
ἁρματο·τροφέω-ῶ [μᾰ] entretenir une écurie de courses, Xén. Ages. 9, 6 ; DL. 4, 17.
Étym. ἅρμα, -τροφος de τρέφω.