ἁρματηγός

ἁρματηλασία

ἁρματηλατέω-ῶ
ἁρματηλασία, ας () [μᾰλᾰ] action de conduire un char, Xén. Cyr. 6, 1, 27 ; Luc. Dem. enc. 23.
Étym. ἁρματηλάτης.