ἁρματηλασία

ἁρματηλατέω-ῶ

ἁρματηλάτης
ἁρματηλατέω-ῶ [μᾰᾰ] conduire un char, Hdt. 5, 9 ; Xén. Conv. 4, 6.
Étym. ἁρματηλάτης.