ἁρματηλατέω-ῶ

ἁρματηλάτης

ἁρματήλατος
ἁρματ·ηλάτης, ου () [μᾰᾰ] conducteur d’un char, litt. qui pousse (les chevaux d’) un char, Pd. P. 5, 115 ; Xén. Cyr. 6, 1, 15 ; Soph. El. 700.
Étym. ἅρμα, ἐλαύνω.