ἑϐδομηκονταετής

ἑϐδομηκονταετία

ἑϐδομηκοντάκις
ἑϐδομηκονταετία, ας () période de 70 ans, J. Afr. (Eus. D.E. 389d).
Étym. ἑϐδομηκονταετής.