ἑϐδομηκονταδύο

ἑϐδομηκονταετής

ἑϐδομηκονταετία
ἑϐδομηκοντα·ετής, ής, ές [] âgé de 70 ans, septuagénaire, Clém. 1, 403.
Étym. ἑϐδομήκοντα, ἔτος.