ἑϐδομηκοστόδυον

ἑϐδομηκοστόμονον

ἑϐδομηκοστός
ἑϐδομηκοστό·μονον, ου (τὸ) la 71e partie, Archim. p. 206, 214.
Étym. ἑϐδ. μόνος.