Εἱρκτή

εἱρκτοφυλακέω-ῶ

εἱρκτοφύλαξ
εἱρκτοφυλακέω-ῶ [ῠᾰ] (seul. prés. inf.) être geôlier, Phil. 1, 290.
Étym. εἱρκτοφύλαξ.