Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
εἱρκτοφυλακέω-ῶ
εἱρκτοφύλαξ
εἱρμός
εἱρκτο·φύλαξ,
ακος
(
ὁ
) [
ῠᾰκ
] geôlier,
Jos.
A.J.
17, 7 ;
Phil.
1, 289,
etc.
Étym.
εἰρκτή, φύλαξ
.