ἑκασταχοῖ

ἑκασταχόσε

ἑκασταχοῦ
ἑκασταχόσε, adv. c. le préc. Thc. 4, 55 ; 8, 5 ; Xén. An. 3, 5, 11 ; DC. 48, 13.
Étym. ἑκασταχο- de ἕκαστος, -σε.