ἑκασταχόσε

ἑκασταχοῦ

ἑκαστέρω
ἑκασταχοῦ, adv. c. ἑκασταχόθι, Thc. 3, 82 ; 5, 20 ; Plat. Phædr. 257e ; Plut. Lyc. 30.
Étym. ἑκασταχο- de ἕκαστος, -υ.