ἑκατόζυγος

ἑκατόμϐαια

Ἑκατόμϐαιον
ἑκατόμϐαια, ων (τὰ) [κᾰ] fête lacédémonienne où l’on sacrifiait une hécatombe, Str. 362.
Étym. ἑκατόμϐη.