ἑκατόγχειρος

ἑκατόζυγος

ἑκατόμϐαια
ἑκατό·ζυγος, ος, ον [ᾰῠ] à cent bancs de rameurs, c. à d. énorme, Il. 20, 247.
Étym. ἑ. ζυγός.