ἑκατόμπους

ἑκατομπτολίεθρος

ἑκατόμπυλος
ἑκατομ·πτολίεθρος, ος, ον, c. ἑκατόμπολις, Eur. fr. 475, 3.
Étym. ἑ. πτολίεθρον.