ἑκατομπτολίεθρος

ἑκατόμπυλος

ἑκατομφόνια
ἑκατόμ·πυλος, ος, ον [ᾰῠ] à cent portes, Il. 9, 383 ; DP. 249, etc.
Étym. ἑ. πύλη.