Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
ἑκατόγγυιος
ἑκατογκάρανος
ἑκατογκεφάλας
ἑκατογ·κάρανος,
ος, ον
[
ᾰᾰᾱ
]
c. le suiv.
Eschl.
Pr.
353 ;
cf.
ἑκατοντακάρανος
.
Étym.
ἑ. κάρηνον
.