ἑκατογκάρανος

ἑκατογκεφάλας

ἑκατογκέφαλος
ἑκατογ·κεφάλας, seul. gén. () [ᾰᾰᾱ] dor. c. le suiv. Pd. O. 4, 7 ; Ar. Nub. 336.