ἑκατόγκρανος

ἑκατογκρήπις

ἑκατόγχειρ
ἑκατογ·κρήπις, ιδος (ὁ, ἡ) [ᾰῑδ] à cent bases, Jul. Ep. 24.
Étym. ἑ. κρηπίς.