ἑκατογκέφαλος

ἑκατόγκρανος

ἑκατογκρήπις
ἑκατόγ·κρανος, ος, ον [ᾰᾱ] c. le préc. Pd. P. 8, 16.
Étym. ἑ. *κρᾶνον, cf. κάρηνον.