ἑκατοντάχοος-ους

ἑκατοντάχροος-ους

ἑκατοντόπυλος
ἑκατοντά·χροος-ους, οος-ους, οον-ουν [κᾰ] de cent couleurs, c. à d. multicolore, Eum. 9.
Étym. ἑ. χρώς.