ἑκατοντάχειρ

ἑκατοντάχοος-ους

ἑκατοντάχροος-ους
ἑκατοντά·χοος-ους, οος-ους, οον-ουν [ᾰᾰ] qui produit au centuple, Th. H.P. 8, 7, 4 (-χοα).
Étym. ἑ. χέω.