Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
ἑκατονταέτηρος
ἑκατονταέτης
ἑκατονταετία
ἑκατοντα·έτης,
ης, ες
[
ᾰᾰ
] de cent ans, séculaire,
Pd.
P.
4, 282 ;
Spt.
Gen.
17, 17
.
Étym.
ἑ. ἔτος
.