ἑκατοντάκις

ἑκατοντάκλινος

ἑκατοντάκρηπις
ἑκατοντά·κλινος, ος, ον [κᾰῑ] garni de cent lits, Charès (Ath. 538c) ; Jos. B.J. 5, 4, 4 (var. ἑκατοντατρίκλινος).
Étym. ἑ. κλίνη.