ἑκατοντάκλινος

ἑκατοντάκρηπις

ἑκατοντάλαντος
ἑκατοντά·κρηπις, ιδος (ὁ, ἡ) [κᾰ] à cent bases, Jul. Ep. 180.
Étym. ἑ. κρηπίς.