ἑκατοντάλαντος

ἑκατοντάμαχος

ἑκατόντανδρος
ἑκατοντά·μαχος, ος, ον [ᾰᾰᾰ] qui combat cent hommes, Jos. A.J. 13, 12, 5.
Étym. ἑ. μάχομαι.