ἑκατοντατρίκλινος

ἑκατοντάφυλλος

ἑκατοντάχειρ
ἑκατοντά·φυλλος, ος, ον [ᾰᾰ] à cent feuilles, Th. H.P. 6, 6, 4.
Étym. ἑ. φύλλον.