ἑκατοντάφυλλος

ἑκατοντάχειρ

ἑκατοντάχοος-ους
ἑκατοντά·χειρ, -χειρος (ὁ, ἡ) [ᾰᾰ] c. ἑκατόγχειρ, Plut. M. 478f ; Jul. Ep. 180.