ἑκατονταπλασίων

ἑκατονταπλασίως

ἑκατοντάπλεθρος
ἑκατοντα·πλασίως [κᾰᾰσ] adv. cent fois, Spt. 1 Par. 21, 3.
Étym. ἑ. -πλάσιος.