ἑκατονταπλασιασμός

ἑκατονταπλασίων

ἑκατονταπλασίως
ἑκατοντα·πλασίων, ων, ον, gén. ονος [κᾰᾰσ] centuple de, gén. Xén. Œc. 2, 3 ; abs. Spt. 2 Reg. 24, 3 ; NT. Luc. 8, 8.
Étym. ἑ. -πλασίων.