ἑκατοντάπλεθρος

ἑκατοντάπυλος

ἑκατονταρχέω-ῶ
ἑκατοντά·πυλος, ος, ον [ᾰᾰῠ] c. ἑκατόμπυλος, Anth. 7, 7.
Étym. ἑ. πύλη.