ἑκατοντάπυλος

ἑκατονταρχέω-ῶ

ἑκατοντάρχης
ἑκατονταρχέω-ῶ [κᾰ] être centurion, DC. 52, 25 (-ησάντων) ; 67, 13 (-ηκότα) ; 69, 19 (-οῦντα).
Étym. ἑκατοντάρχης.