ἑκατοντάπεδος

ἑκατοντάπηχυς

ἑκατονταπλασιάζω
ἑκατοντά·πηχυς, υς, υ, gén. εος, [ᾰᾰ] de cent coudées, Jos. B.J. 2, 10, 2.
Étym. ἑ. πῆχυς.