ἑκατοντάπηχυς

ἑκατονταπλασιάζω

ἑκατονταπλασιασμός
ἑκατονταπλασιάζω [κᾰᾰσ] centupler, Orig. 176.
Étym. ἑ. -πλασιάζω, de -πλάσιος.