ἑκατονταρχία

ἑκατόνταρχος

ἑκατοντάς
ἑκατόντ·αρχος, ου () [κᾰ] c. ἑκατοντάρχης, Xén. Cyr. 5, 3, 41 ; Plut. Syll. 35 ; DC. 56, 42 ; NT. Matth. 8, 5.