ἑκατόνταρχος

ἑκατοντάς

ἑκατοντατρίκλινος
ἑκατοντάς, άδος () le nombre cent, centaine, Hdt. 7, 185 ; T. Locr. 96b ; Thcr. Idyl. 17, 82, etc. ; Luc. Herm. 56.
Étym. ἑκατόν.