ἑκατονταρχέω-ῶ

ἑκατοντάρχης

ἑκατονταρχία
ἑκατοντ·άρχης, ου () [κᾰ] chef de cent hommes, Eschl. (Ath. 11e) ; à Rome, centurion, DH. 2, 13 et 14 ; Plut. Pomp. 78, etc. ; NT. Ap. 10, 1 et 22.
Étym. cf. ἑκατόνταρχος.