Ἑκάτη

ἑκατηϐελέτης

ἑκατηϐελέτις
ἑκατη·ϐελέτης, ου () [] c. ἑκατηϐόλος, Il. 1, 75 ; Hh. Ap. 157 ; Hés. Sc. 100.
Étym. cf. ἑκατηϐόλος.