ἑλικοϐλέφαρος

ἑλικοϐόστρυχος

ἑλικογραφέω-ῶ
ἑλικο·ϐόστρυχος, ος, ον [ῐῠ] aux cheveux bouclés, Ar. fr. 314.
Étym. ἑ. βόστρυχος.