ἑλικοϐόστρυχος

ἑλικογραφέω-ῶ

ἑλικοδρόμος
ἑλικο·γραφέω-ῶ [ῐᾰ] décrire une ligne sinueuse, Agathém. 2, 10.
Étym. ἑ. -γραφος de γράφω.