ἑλλεϐορισμός

ἑλλεϐορίτης

ἑλλεϐοροδότης
ἑλλεϐορίτης, ου :
1 adj. m. d’ellébore : ἑλλ. οἶνος, Diosc. 5, 82, vin préparé avec de l’ellébore ||
2 subst. ὁ ἑλλ. autre n. de la plante κενταύριον, Diosc. 3, 9.
Étym. ἑλλέϐορος.